- παροψώνημα
- τὸ, Α [παροψωνώ]πρόσθετο εκλεκτό έδεσμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παροψώνημα — addition to the regular fare neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενθήκη — η, ΝΑ [παρεντίθημι] αυτό που παρεμβάλλεται ή προστίθεται σε κάτι άλλο από τα έξω, προσθήκη («τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο», Ηρόδ.) νεοελλ. ναυτ. βάρος πρόσθετο από άχρηστα πράγματα που φορτώνεται σε πλοίο ή βάρκα μόνο για να βοηθήσει… … Dictionary of Greek